υπεναντιότητα

υπεναντιότητα
η / ὑπεναντιότης, -ητος, ΝΑ [ὑπεναντίος]
νεοελλ.
(λογ.) η σχέση μεταξύ δύο υπενάντιων κρίσεων
αρχ.
διαφωνία, αντιλογία («τὸν μέγιστον τάραχον ἐν ταῑς ψυχαῑς αὕτη ὑπεναντιότης παρασκευάσει», Επίκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπεναντιότητα — ὑπεναντιότης opposition fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεναντίωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] 1. υπεναντιότητα 2. η αντίφαση κάποιου προς τον εαυτό του …   Dictionary of Greek

  • υπεναντίωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπεναντιοῡμαι] υπεναντιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”